- ἐπιτυχοῦς
- ἐπιτυχήςhitting the markmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
Κλάιβ, Ρόμπερτ — (Robert Clive, Μάρκετ Ντρέιτον 1725 – Λονδίνο 1774). Άγγλος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Βρετανικής αυτοκρατορίας των Ινδιών. Σε ηλικία 18 ετών υπηρέτησε στις Ινδίες ως κατώτατος υπάλληλος της Βρετανικής Εταιρείας… … Dictionary of Greek
πτυχίο — το πιστοποιητικό επιτυχούς τερματισμού των σπουδών: Πτυχίο νομικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)